ὑποτιθεμένη

ὑποτιθεμένη
ὑποτίθημι
place under
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτιθεμένῃ — ὑποτίθημι place under pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • ζωναίος — ζωναῑος, α, ον (Μ) [ζώνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές τού ουρανού, όπως τόν διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • περίπνευμα — Όρος που χρησιμοποιείται από την απόκρυφη και θεοσοφική φιλολογία, για να δηλώσει μια υποτιθέμενη ψυχοφυσική πραγματικότητα, νοούμενη ως τρίτο συστατικό –παράλληλα με το πνεύμα ή ψυχή και το σώμα– της ανθρώπινης τονικότητας. Αντί του π.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιαισθησία — ή ραδιαίσθηση, η, Ν 1. (αποκρυφ.) η υποτιθέμενη ευαισθησία τών ζώντων οργανισμών σε ορισμένες γνωστές ή άγνωστες ακτινοβολίες τόσο τής άψυχης όσο και τή έμψυχης ύλης 2. μαντική πρακτική η οποία βασίζεται στην αξιοποίηση αυτής τής ευαισθησίας με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”